εκλαμπρίζω

εκλαμπρίζω
και γλαμπρίζω (Μ ἐκλαμπρίζω)
1. λάμπω
2. (η μτχ. ως επίθ.) α) λαμπερός («μαλλιά γλαμπρισμένα»)
β) γιαλιστερός («σπαθὶν ἐκλαμπρισμένον»)
γ) φωτεινός («σελήνη γλαμπρισμένη»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”